Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκελετός
σκελίσκος
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπαρνος
σκέπας
σκέπασμα
σκεπαστικός
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευᾱ́
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
View word page
σκεπάω
σκεπάωep.contr.vbσκέπας3pl.w.diect.
σκεπόωσι
of headlandsgive shelter fromheavy wavesOd.

ShortDef

to cover, shelter

Debugging

Headword:
σκεπάω
Headword (normalized):
σκεπάω
Headword (normalized/stripped):
σκεπαω
IDX:
36624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36625
Key:
σκεπάω

Data

{'headword_display': '<b>σκεπάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκεπάω</HL><PS>ep.contr.vb</PS><Ety><Ref>σκέπας</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>3pl.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>σκεπόωσι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of headlands</Indic><Tr>give shelter from</Tr><Obj>heavy waves<Au>Od.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'σκεπάω'}