Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σκείρων
σκελετός
σκελίσκος
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπαρνος
σκέπας
σκέπασμα
σκεπαστικός
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευᾱ́
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
View word page
σκεπαστικός
σκεπαστικόςή όνadjof a receptacle, ref. to a houseof the kind that offers protectionprotectivew.gen.to goods and bodiesArist.

ShortDef

sheltering

Debugging

Headword:
σκεπαστικός
Headword (normalized):
σκεπαστικός
Headword (normalized/stripped):
σκεπαστικος
IDX:
36623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36624
Key:
σκεπαστικός

Data

{'headword_display': '<b>σκεπαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκεπαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a receptacle, ref. to a house</Indic><Def>of the kind that offers protection</Def><Tr>protective<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>to goods and bodies</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκεπαστικός'}