Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκεδαστός
σκέθοντες
σκεθρῶς
Σκείρων
σκελετός
σκελίσκος
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπαρνος
σκέπας
σκέπασμα
σκεπαστικός
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
View word page
σκέπαρνος
σκέπαρνοςουm.or perh.σκέπαρνονουn carpenter's axeOd. A.satyr.fr. Call. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκέπαρνος
Headword (normalized):
σκέπαρνος
Headword (normalized/stripped):
σκεπαρνος
IDX:
36620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36621
Key:
σκέπαρνος

Data

{'headword_display': '<b>σκέπαρνος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>σκέπαρνος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m.<VL><Lbl>or perh.</Lbl><FmHL>σκέπαρνον</FmHL><VInfl><FmInfl>ου</FmInfl></VInfl><PS>n</PS></VL></PS></HG> <nS1><Tr>carpenter's axe</Tr><Au>Od. A.<Wk>satyr.fr.</Wk> Call. Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'σκέπαρνος'}