Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκεδάννῡμι
σκέδασις
σκεδαστός
σκέθοντες
σκεθρῶς
Σκείρων
σκελετός
σκελίσκος
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπαρνος
σκέπας
σκέπασμα
σκεπαστικός
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκέπτομαι
σκέπω
View word page
σκέμμα
σκέμμαατοςnσκέπτομαι subject for inquiryquestionPl. inquiry, investigationPl. Arist.

ShortDef

a subject for speculation, a question

Debugging

Headword:
σκέμμα
Headword (normalized):
σκέμμα
Headword (normalized/stripped):
σκεμμα
IDX:
36618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36619
Key:
σκέμμα

Data

{'headword_display': '<b>σκέμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκέμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>σκέπτομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>subject for inquiry</Def><Tr>question</Tr><Au>Pl.</Au></nS1> <nS1><Tr>inquiry, investigation</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκέμμα'}