Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκαφίς
σκάφος
σκάφος
σκεδάννῡμι
σκέδασις
σκεδαστός
σκέθοντες
σκεθρῶς
Σκείρων
σκελετός
σκελίσκος
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπαρνος
σκέπας
σκέπασμα
σκεπαστικός
σκεπάω
σκέπη
View word page
σκελίσκος
σκελίσκοςουmdimin.σκέλος slim legof a female dancerAr.

ShortDef

little leg

Debugging

Headword:
σκελίσκος
Headword (normalized):
σκελίσκος
Headword (normalized/stripped):
σκελισκος
IDX:
36615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36616
Key:
σκελίσκος

Data

{'headword_display': '<b>σκελίσκος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκελίσκος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>dimin.<Ref>σκέλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>slim leg<Expl>of a female dancer</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκελίσκος'}