Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκάφιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος
σκεδάννῡμι
σκέδασις
σκεδαστός
σκέθοντες
σκεθρῶς
Σκείρων
σκελετός
σκελίσκος
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπαρνος
σκέπας
σκέπασμα
σκεπαστικός
σκεπάω
View word page
σκελετός
σκελετόςοῦmσκέλλω dried-up corpsemummyPlu.

ShortDef

dried up, withered

Debugging

Headword:
σκελετός
Headword (normalized):
σκελετός
Headword (normalized/stripped):
σκελετος
IDX:
36614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36615
Key:
σκελετός

Data

{'headword_display': '<b>σκελετός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκελετός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σκέλλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>dried-up corpse</Def><Tr>mummy</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκελετός'}