Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκάφη
σκαφίδιον
σκάφιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος
σκεδάννῡμι
σκέδασις
σκεδαστός
σκέθοντες
σκεθρῶς
Σκείρων
σκελετός
σκελίσκος
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπαρνος
σκέπας
σκέπασμα
View word page
σκεθρῶς
σκεθρῶςadvexactly, preciselyref. to knowing, discriminatingA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκεθρῶς
Headword (normalized):
σκεθρῶς
Headword (normalized/stripped):
σκεθρως
IDX:
36612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36613
Key:
σκεθρῶς

Data

{'headword_display': '<b>σκεθρῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>σκεθρῶς</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>exactly, precisely</Tr><ModVb>ref. to knowing, discriminating<Au>A.</Au></ModVb></advS1> </AdvE>', 'key': 'σκεθρῶς'}