Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκάφιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος
σκεδάννῡμι
σκέδασις
σκεδαστός
σκέθοντες
σκεθρῶς
Σκείρων
σκελετός
σκελίσκος
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπαρνος
σκέπας
View word page
σκέθοντες
σκέθοντεςAeol.masc.nom.pl.aor.2 ptcpl.seeἔχω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκέθοντες
Headword (normalized):
σκέθοντες
Headword (normalized/stripped):
σκεθοντες
IDX:
36611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36612
Key:
σκέθοντες

Data

{'headword_display': '<b>σκέθοντες</b>', 'content': '<XE><RefFm>σκέθοντες<LblR>Aeol.masc.nom.pl.aor.2 ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἔχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σκέθοντες'}