Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκαφεύομαι
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκάφιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος
σκεδάννῡμι
σκέδασις
σκεδαστός
σκέθοντες
σκεθρῶς
Σκείρων
σκελετός
σκελίσκος
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπαρνος
View word page
σκεδαστός
σκεδαστόςή όνadjof matterthat may be disperseddivisiblePl.

ShortDef

that may be scattered

Debugging

Headword:
σκεδαστός
Headword (normalized):
σκεδαστός
Headword (normalized/stripped):
σκεδαστος
IDX:
36610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36611
Key:
σκεδαστός

Data

{'headword_display': '<b>σκεδαστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκεδαστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of matter</Indic><Def>that may be dispersed</Def><Tr>divisible</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκεδαστός'}