Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκαφεῖον
σκαφεύομαι
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκάφιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος
σκεδάννῡμι
σκέδασις
σκεδαστός
σκέθοντες
σκεθρῶς
Σκείρων
σκελετός
σκελίσκος
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
View word page
σκέδασις
σκέδασιςεωςf scattering, routof a crowd of personsOd.

ShortDef

a scattering

Debugging

Headword:
σκέδασις
Headword (normalized):
σκέδασις
Headword (normalized/stripped):
σκεδασις
IDX:
36609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36610
Key:
σκέδασις

Data

{'headword_display': '<b>σκέδασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκέδασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>scattering, rout<Expl>of a crowd of persons</Expl></Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκέδασις'}