Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκαταιβάτης
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκαφεῖον
σκαφεύομαι
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκάφιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος
σκεδάννῡμι
σκέδασις
σκεδαστός
σκέθοντες
σκεθρῶς
Σκείρων
σκελετός
σκελίσκος
σκέλλω
View word page
σκάφος1
σκάφος1ουmσκάπτω diggingof the ground around plantshoeingw.gen.of vinesHes.

ShortDef

a digging, hoeing
(the hull of) a ship

Debugging

Headword:
σκάφος
Headword (normalized):
σκάφος
Headword (normalized/stripped):
σκαφος
IDX:
36606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36607
Key:
σκάφος_1

Data

{'headword_display': '<b>σκάφος</b><sup>1</sup>', 'content': '<NE><HG><HL>σκάφος<Hm>1</Hm></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σκάπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>digging<Expl>of the ground around plants</Expl></Def><nS2><Tr>hoeing<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of vines</Expl></Tr><Au>Hes.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σκάφος_1'}