Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρῑφησμοί
σκαταιβάτης
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκαφεῖον
σκαφεύομαι
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκάφιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος
σκεδάννῡμι
σκέδασις
σκεδαστός
σκέθοντες
σκεθρῶς
Σκείρων
View word page
σκαφίδιον
σκαφίδιονουndimin. small boatskiffPlb.

ShortDef

a small skiff

Debugging

Headword:
σκαφίδιον
Headword (normalized):
σκαφίδιον
Headword (normalized/stripped):
σκαφιδιον
IDX:
36603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36604
Key:
σκαφίδιον

Data

{'headword_display': '<b>σκαφίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκαφίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.</Ety></HG> <nS1><Def>small boat</Def><Tr>skiff</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκαφίδιον'}