Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκᾶπτον
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρῑφησμοί
σκαταιβάτης
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκαφεῖον
σκαφεύομαι
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκάφιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος
σκεδάννῡμι
σκέδασις
σκεδαστός
σκέθοντες
View word page
σκαφεύς
σκαφεύςέωςmσκάπτω pejor.digger, labourerE.

ShortDef

a digger, delver, ditcher

Debugging

Headword:
σκαφεύς
Headword (normalized):
σκαφεύς
Headword (normalized/stripped):
σκαφευς
IDX:
36601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36602
Key:
σκαφεύς

Data

{'headword_display': '<b>σκαφεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκαφεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σκάπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Tr>digger, labourer</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκαφεύς'}