Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρῑφησμοί
σκαταιβάτης
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκαφεῖον
σκαφεύομαι
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκάφιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος
σκεδάννῡμι
σκέδασις
σκεδαστός
View word page
σκαφεύομαι
σκαφεύομαιpass.vbσκάφη be put to death in a troughas a Persian method of executionPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαφεύομαι
Headword (normalized):
σκαφεύομαι
Headword (normalized/stripped):
σκαφευομαι
IDX:
36600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36601
Key:
σκαφεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>σκαφεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκαφεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>σκάφη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be put to death in a trough<Expl>as a Persian method of execution</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκαφεύομαι'}