Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀπόστροφος
ἀποστυγέω
ἀποστυφελίζω
ἀποσῡκάζω
ἀποσῡλάω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσῡρίζω
ἀποσῡ́ρω
ἀποσυσσῑτέω
ἀποσφάζω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφάλλω
ἀποσφάττω
ἀποσφρᾱγίζομαι
ἀποσχαλίδωμα
ἀποσχεδιάζω
ἀποσχίζω
View word page
ἀπο-σῡρίζω
ἀποσῡρίζωvb whistle aloudhHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποσῡρίζω
Headword (normalized):
ἀποσῡρίζω
Headword (normalized/stripped):
αποσυριζω
IDX:
365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-366
Key:
ἀποσῡρίζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-σῡρίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>σῡρίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>whistle aloud</Tr><Au>hHom.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποσῡρίζω'}