Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκάνδῑξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρῑφησμοί
σκαταιβάτης
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκαφεῖον
σκαφεύομαι
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκάφιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος
View word page
σκατοφαγέω
σκατοφαγέωcontr.vbσκατοφάγος fig., of a personeat shiti.e. behave offensivelyMen.

ShortDef

eat dung

Debugging

Headword:
σκατοφαγέω
Headword (normalized):
σκατοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
σκατοφαγεω
IDX:
36597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36598
Key:
σκατοφαγέω

Data

{'headword_display': '<b>σκατοφαγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκατοφαγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σκατοφάγος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>fig., of a person</Indic><Tr>eat shit<Expl>i.e. behave offensively</Expl></Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκατοφαγέω'}