Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδῑξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρῑφησμοί
σκαταιβάτης
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκαφεῖον
σκαφεύομαι
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκάφιον
σκαφίς
View word page
σκαρῑφησμοί
σκαρῑφησμοίῶνm.plσκαρῑφάομαι make a scratch fig.scratchings, chippingsw.gen.of nonsenseAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαρῑφησμοί
Headword (normalized):
σκαρῑφησμοί
Headword (normalized/stripped):
σκαριφησμοι
IDX:
36595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36596
Key:
σκαρῑφησμοί

Data

{'headword_display': '<b>σκαρῑφησμοί</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκαρῑφησμοί</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>m.pl</PS><Ety><Gr>σκαρῑφάομαι</Gr> <ital>make a scratch</ital></Ety></HG> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>scratchings, chippings<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of nonsense</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκαρῑφησμοί'}