Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδῑξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρῑφησμοί
σκαταιβάτης
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκαφεῖον
σκαφεύομαι
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκάφιον
View word page
σκαρθμός
σκαρθμόςοῦmσκαίρω prancingof a horseAR.

ShortDef

leaping, leap

Debugging

Headword:
σκαρθμός
Headword (normalized):
σκαρθμός
Headword (normalized/stripped):
σκαρθμος
IDX:
36594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36595
Key:
σκαρθμός

Data

{'headword_display': '<b>σκαρθμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκαρθμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σκαίρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>prancing<Expl>of a horse</Expl></Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκαρθμός'}