Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκάλοψ
Σκάμανδρος
σκάμμα
σκᾱνᾱ́
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδῑξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρῑφησμοί
σκαταιβάτης
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκαφεῖον
σκαφεύομαι
View word page
σκαπτήρ
σκαπτήρῆροςm man who digsdiggerArist.quot.poet.

ShortDef

a digger, delver

Debugging

Headword:
σκαπτήρ
Headword (normalized):
σκαπτήρ
Headword (normalized/stripped):
σκαπτηρ
IDX:
36590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36591
Key:
σκαπτήρ

Data

{'headword_display': '<b>σκαπτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκαπτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>man who digs</Def><Tr>digger</Tr><Au>Arist.<LblR>quot.poet.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'σκαπτήρ'}