Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκαληνός
σκάλλω
σκαλμός
σκάλοψ
Σκάμανδρος
σκάμμα
σκᾱνᾱ́
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδῑξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρῑφησμοί
σκαταιβάτης
σκατοφαγέω
View word page
σκάνδῑξ
σκάνδῑξῑκοςfa kind of wild herbperh.chervilAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκάνδῑξ
Headword (normalized):
σκάνδῑξ
Headword (normalized/stripped):
σκανδιξ
IDX:
36587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36588
Key:
σκάνδῑξ

Data

{'headword_display': '<b>σκάνδῑξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκάνδῑξ</HL><Infl>ῑκος</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>a kind of wild herb</Def><nS2><Qualif>perh.</Qualif><Tr>chervil</Tr><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σκάνδῑξ'}