Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκαιότης
σκαιουργέω
σκαίρω
σκαλαθυρμάτια
σκαλαθῡ́ρω
σκαλεύς
σκαλεύω
σκαληνός
σκάλλω
σκαλμός
σκάλοψ
Σκάμανδρος
σκάμμα
σκᾱνᾱ́
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδῑξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκαπτήρ
View word page
σκάλοψ
σκάλοψοποςm a kind of rodentapp.mole-ratAr.

ShortDef

the digger

Debugging

Headword:
σκάλοψ
Headword (normalized):
σκάλοψ
Headword (normalized/stripped):
σκαλοψ
IDX:
36580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36581
Key:
σκάλοψ

Data

{'headword_display': '<b>σκάλοψ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκάλοψ</HL><Infl>οπος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>a kind of rodent</Def><nS2><Qualif>app.</Qualif><Tr>mole-rat</Tr><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σκάλοψ'}