Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιωπάω
σιωπή
σιωπηλός
σιωπηρός
σκάζω
σκαιός
σκαιοσύνᾱ
σκαιότης
σκαιουργέω
σκαίρω
σκαλαθυρμάτια
σκαλαθῡ́ρω
σκαλεύς
σκαλεύω
σκαληνός
σκάλλω
σκαλμός
σκάλοψ
Σκάμανδρος
σκάμμα
σκᾱνᾱ́
View word page
σκαλαθυρμάτια
σκαλαθυρμάτιαωνn.plσκαλαθῡ́ρω raked-up bitsof knowledgeAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαλαθυρμάτια
Headword (normalized):
σκαλαθυρμάτια
Headword (normalized/stripped):
σκαλαθυρματια
IDX:
36573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36574
Key:
σκαλαθυρμάτια

Data

{'headword_display': '<b>σκαλαθυρμάτια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκαλαθυρμάτια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>σκαλαθῡ́ρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>raked-up bits<Expl>of knowledge</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκαλαθυρμάτια'}