Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σῑτομετρίᾱ
σῑτομέτριον
σῑτονόμος
σῑτοποιέω
σῑτοποιίᾱ
σῑτοποιικός
σῑτοποιός
σῑτοπομπίᾱ
σῑτοπώλης
σῖτος
σῑτουργός
σῑτοφάγος
σῑτοφόρος
σῑτοφύλακες
σίττα
σίττη
σῑτώνης
σῑτωνίᾱ
σιφλός
σιφλόω
σῑ́φων
View word page
σῑτουργός
σῑτουργόςοῦmἔργον bread-maker, bakerPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σῑτουργός
Headword (normalized):
σῑτουργός
Headword (normalized/stripped):
σιτουργος
IDX:
36550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36551
Key:
σῑτουργός

Data

{'headword_display': '<b>σῑτουργός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σῑτουργός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bread-maker, baker</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σῑτουργός'}