Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σινώπη
σιόδμᾱτος
σίον
σιός
σιπύη
σίραιον
σιρός
σισύμβριον
σισύρᾱ
σίσυρνα
σισυρνοφόρος
Σῑ́συφος
σῖτα
σῑταγωγός
σῑτάρια
σῑταρχίᾱ
σῑτέομαι
σῑτευτός
σῑτεύω
σῑτηγέω
σῑτηγίᾱ
View word page
σισυρνο-φόρος
σισυρνο-φόροςονadjφέρω of a foreign tribewearing animal-skinsHdt.

ShortDef

wearing a coat of skin

Debugging

Headword:
σισυρνοφόρος
Headword (normalized):
σισυρνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σισυρνοφορος
IDX:
36514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36515
Key:
σισυρνοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>σισυρνο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σισυρνο-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a foreign tribe</Indic><Tr>wearing animal-skins</Tr><Au>Hdt.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'σισυρνοφόρος'}