Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σῑ́νομαι
σίνος
σίντης
Σινώπη
σιόδμᾱτος
σίον
σιός
σιπύη
σίραιον
σιρός
σισύμβριον
σισύρᾱ
σίσυρνα
σισυρνοφόρος
Σῑ́συφος
σῖτα
σῑταγωγός
σῑτάρια
σῑταρχίᾱ
σῑτέομαι
σῑτευτός
View word page
σισύμβριον
σισύμβριονουn a kind of mintcalamintAr.

ShortDef

bergamot-mint, Mentha aquatica

Debugging

Headword:
σισύμβριον
Headword (normalized):
σισύμβριον
Headword (normalized/stripped):
σισυμβριον
IDX:
36511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36512
Key:
σισύμβριον

Data

{'headword_display': '<b>σισύμβριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σισύμβριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>a kind of mint</Def><Tr>calamint</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σισύμβριον'}