Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιναμωρέω
σιναμωρίᾱ
σινάμωρος
σίνᾱπι
σινδονῑ́της
σινδονυφής
σινδών
σινιάζω
σίνις
σῑ́νομαι
σίνος
σίντης
Σινώπη
σιόδμᾱτος
σίον
σιός
σιπύη
σίραιον
σιρός
σισύμβριον
σισύρᾱ
View word page
σίνος
σίνοςουςn harm, damageA. Hdt.pl.physical impairments, defectsIsoc.

ShortDef

hurt, harm, mischief, injury

Debugging

Headword:
σίνος
Headword (normalized):
σίνος
Headword (normalized/stripped):
σινος
IDX:
36502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36503
Key:
σίνος

Data

{'headword_display': '<b>σίνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σίνος</HL><Infl>ους</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>harm, damage</Tr><Au>A. Hdt.</Au><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>physical impairments, defects</Def><Au>Isoc.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'σίνος'}