Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποστράπτω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀπόστροφος
ἀποστυγέω
ἀποστυφελίζω
ἀποσῡκάζω
ἀποσῡλάω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσῡρίζω
ἀποσῡ́ρω
ἀποσυσσῑτέω
ἀποσφάζω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφάλλω
ἀποσφάττω
ἀποσφρᾱγίζομαι
ἀποσχαλίδωμα
ἀποσχεδιάζω
View word page
ἀπο-συνάγωγος
ἀποσυνάγωγοςονadjσυναγωγή banned from the synagogueNT.

ShortDef

put out of the synagogue

Debugging

Headword:
ἀποσυνάγωγος
Headword (normalized):
ἀποσυνάγωγος
Headword (normalized/stripped):
αποσυναγωγος
IDX:
364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-365
Key:
ἀποσυνάγωγος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-συνάγωγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπο<hyph/>συνάγωγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συναγωγή</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>banned from the synagogue</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀποσυνάγωγος'}