Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιμβλήιος
σιμβληίς
σίμβλος
Σιμόεις
σῑμοπρόσωπος
σῑμός
σῑμότης
Σιμοῦς
σῑ́μωμα
Σιμωνίδης
σιναμωρέω
σιναμωρίᾱ
σινάμωρος
σίνᾱπι
σινδονῑ́της
σινδονυφής
σινδών
σινιάζω
σίνις
σῑ́νομαι
σίνος
View word page
σιναμωρέω
σιναμωρέωcontr.vbσινάμωρος ravage, plundera city, landHdt. pass.of a womanbe rapedAr.

ShortDef

to ravage

Debugging

Headword:
σιναμωρέω
Headword (normalized):
σιναμωρέω
Headword (normalized/stripped):
σιναμωρεω
IDX:
36492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36493
Key:
σιναμωρέω

Data

{'headword_display': '<b>σιναμωρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σιναμωρέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σινάμωρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>ravage, plunder</Tr><Obj>a city, land<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a woman</Indic><Def>be raped</Def><Au>Ar.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'σιναμωρέω'}