Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σικανοί
Σικελοί
σίκερα
σίκῑνις
σικύᾱ
σίκυος
Σικυών
σικχαίνω
σικχός
Σῑληνός
σιλλικύπριον
σίλλοι
σίλφιον
σιλφιόομαι
σῑμαίνω
σιμβλήιος
σιμβληίς
σίμβλος
Σιμόεις
σῑμοπρόσωπος
σῑμός
View word page
σιλλικύπριον
σιλλικύπριονουn castor-oil plantgrowing in EgyptHdt.

ShortDef

castor-oil tree

Debugging

Headword:
σιλλικύπριον
Headword (normalized):
σιλλικύπριον
Headword (normalized/stripped):
σιλλικυπριον
IDX:
36477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36478
Key:
σιλλικύπριον

Data

{'headword_display': '<b>σιλλικύπριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σιλλικύπριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>castor-oil plant<Expl>growing in Egypt</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σιλλικύπριον'}