Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιδηρόομαι
σιδηρόπληκτος
σίδηρος
σιδηροτέκτονες
σιδηροῦς
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σίδιον
Σῑδών
σιειδής
σιείκελος
σίζω
Σικανοί
Σικελοί
σίκερα
σίκῑνις
σικύᾱ
σίκυος
Σικυών
σικχαίνω
View word page
σιειδής
σιειδήςLacon.adjseeθεοειδής

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιειδής
Headword (normalized):
σιειδής
Headword (normalized/stripped):
σιειδης
IDX:
36464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36465
Key:
σιειδής

Data

{'headword_display': '<b>σιειδής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σιειδής</HL><PS>Lacon.adj</PS></HG><XR>see<Ref>θεοειδής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σιειδής'}