Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρόνωτος
σιδηρόομαι
σιδηρόπληκτος
σίδηρος
σιδηροτέκτονες
σιδηροῦς
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σίδιον
Σῑδών
σιειδής
σιείκελος
σίζω
Σικανοί
Σικελοί
σίκερα
σίκῑνις
View word page
σιδηρο-φόρος
σιδηρο-φόροςονadjφέρω of the land of the Chalybesyielding ironAR.

ShortDef

bearing arms

Debugging

Headword:
σιδηροφόρος
Headword (normalized):
σιδηροφόρος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροφορος
IDX:
36460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36461
Key:
σιδηροφόρος

Data

{'headword_display': '<b>σιδηρο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σιδηρο-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the land of the Chalybes</Indic><Tr>yielding iron</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σιδηροφόρος'}