Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιδηροβρώς
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρόνωτος
σιδηρόομαι
σιδηρόπληκτος
σίδηρος
σιδηροτέκτονες
σιδηροῦς
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σίδιον
Σῑδών
σιειδής
σιείκελος
σίζω
Σικανοί
Σικελοί
σίκερα
View word page
σιδηροφορέω
σιδηροφορέωcontr.vbσιδηροφόρος of Greece, i.e. Greek mencarry armsTh.mid.Th. Arist.pass.go with an armed escortPlu.

ShortDef

to bear iron, wear arms, go armed

Debugging

Headword:
σιδηροφορέω
Headword (normalized):
σιδηροφορέω
Headword (normalized/stripped):
σιδηροφορεω
IDX:
36459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36460
Key:
σιδηροφορέω

Data

{'headword_display': '<b>σιδηροφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σιδηροφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σιδηροφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of Greece, i.e. Greek men</Indic><Tr>carry arms</Tr><Au>Th.</Au><vS2><Indic>mid.</Indic><Au>Th. Arist.</Au></vS2><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>go with an armed escort</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'σιδηροφορέω'}