Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρῖτις
σιδηροβρῑθής
σιδηροβρώς
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρόνωτος
σιδηρόομαι
σιδηρόπληκτος
σίδηρος
σιδηροτέκτονες
σιδηροῦς
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σίδιον
Σῑδών
σιειδής
σιείκελος
View word page
σιδηρόπληκτος
σιδηρόπληκτοςadjseeσιδᾱρόπληκτος

ShortDef

smitten by iron

Debugging

Headword:
σιδηρόπληκτος
Headword (normalized):
σιδηρόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροπληκτος
IDX:
36455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36456
Key:
σιδηρόπληκτος

Data

{'headword_display': '<b>σιδηρόπληκτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σιδηρόπληκτος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>σιδᾱρόπληκτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σιδηρόπληκτος'}