Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρῖτις
σιδηροβρῑθής
σιδηροβρώς
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρόνωτος
σιδηρόομαι
σιδηρόπληκτος
σίδηρος
σιδηροτέκτονες
σιδηροῦς
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σίδιον
Σῑδών
σιειδής
View word page
σιδηρόομαι
σιδηρόομαιpass.contr.vb3sg.plpf.
ἐσεσιδήρωτο
of a wooden pipebe overlaid with ironTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιδηρόομαι
Headword (normalized):
σιδηρόομαι
Headword (normalized/stripped):
σιδηροομαι
IDX:
36454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36455
Key:
σιδηρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>σιδηρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σιδηρόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3sg.plpf.</Lbl><Form>ἐσεσιδήρωτο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a wooden pipe</Indic><Tr>be overlaid with iron</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σιδηρόομαι'}