Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιδηρεῖα
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρῖτις
σιδηροβρῑθής
σιδηροβρώς
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρόνωτος
σιδηρόομαι
σιδηρόπληκτος
σίδηρος
σιδηροτέκτονες
σιδηροῦς
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σίδιον
Σῑδών
View word page
σιδηρό-νωτος
σιδηρόνωτοςονadjνῶτον of a shieldiron-backedE.

ShortDef

iron-backed

Debugging

Headword:
σιδηρόνωτος
Headword (normalized):
σιδηρόνωτος
Headword (normalized/stripped):
σιδηρονωτος
IDX:
36453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36454
Key:
σιδηρόνωτος

Data

{'headword_display': '<b>σιδηρό-νωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σιδηρό<hyph/>νωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νῶτον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a shield</Indic><Tr>iron-backed</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σιδηρόνωτος'}