Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιδᾱρόφρων
σιδᾱροχάρμᾱς
σιδηρείᾱ
σιδηρεῖα
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρῖτις
σιδηροβρῑθής
σιδηροβρώς
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρόνωτος
σιδηρόομαι
σιδηρόπληκτος
σίδηρος
σιδηροτέκτονες
σιδηροῦς
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
View word page
σιδηρό-δετος
σιδηρόδετοςdial.σιδᾱρόδετοςονadjδέω1 of wooden stocksbound with iron bandsHdt.of a shield-handleB.

ShortDef

iron-bound

Debugging

Headword:
σιδηρόδετος
Headword (normalized):
σιδηρόδετος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροδετος
IDX:
36450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36451
Key:
σιδηρόδετος

Data

{'headword_display': '<b>σιδηρό-δετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σιδηρό<hyph/>δετος</HL><VL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>σιδᾱρόδετος</FmHL></VL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of wooden stocks</Indic><Tr>bound with iron bands</Tr><Au>Hdt.</Au><aS2><Indic>of a shield-handle</Indic><Au>B.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'σιδηρόδετος'}