Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σίδᾱρος
σιδᾱρόφρων
σιδᾱροχάρμᾱς
σιδηρείᾱ
σιδηρεῖα
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρῖτις
σιδηροβρῑθής
σιδηροβρώς
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρόνωτος
σιδηρόομαι
σιδηρόπληκτος
σίδηρος
σιδηροτέκτονες
σιδηροῦς
σιδηροφορέω
View word page
σιδηρο-βρώς
σιδηροβρώςῶτοςmasc.fem.adjβιβρώσκω of a whetstoneiron-eatingS.

ShortDef

iron-eating

Debugging

Headword:
σιδηροβρώς
Headword (normalized):
σιδηροβρώς
Headword (normalized/stripped):
σιδηροβρως
IDX:
36449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36450
Key:
σιδηροβρώς

Data

{'headword_display': '<b>σιδηρο-βρώς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σιδηρο<hyph/>βρώς</HL><Infl>ῶτος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>βιβρώσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a whetstone</Indic><Tr>iron-eating</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σιδηροβρώς'}