Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιδᾱρόπληκτος
σίδᾱρος
σιδᾱρόφρων
σιδᾱροχάρμᾱς
σιδηρείᾱ
σιδηρεῖα
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρῖτις
σιδηροβρῑθής
σιδηροβρώς
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρόνωτος
σιδηρόομαι
σιδηρόπληκτος
σίδηρος
σιδηροτέκτονες
σιδηροῦς
View word page
σιδηρο-βρῑθής
σιδηροβρῑθήςέςadjβρῖθος of a wooden axe-haftiron-weightedAr.quot.E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιδηροβρῑθής
Headword (normalized):
σιδηροβρῑθής
Headword (normalized/stripped):
σιδηροβριθης
IDX:
36448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36449
Key:
σιδηροβρῑθής

Data

{'headword_display': '<b>σιδηρο-βρῑθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σιδηρο<hyph/>βρῑθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βρῖθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wooden axe-haft</Indic><Tr>iron-weighted</Tr><Au>Ar.<LblR>quot.<Au>E.</Au></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'σιδηροβρῑθής'}