Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σιδᾱρόδετος
σιδᾱρόκωπος
σιδᾱρονόμος
σιδᾱρόπληκτος
σίδᾱρος
σιδᾱρόφρων
σιδᾱροχάρμᾱς
σιδηρείᾱ
σιδηρεῖα
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδήριον
σιδηρῖτις
σιδηροβρῑθής
σιδηροβρώς
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηρομήτωρ
σιδηρόνωτος
σιδηρόομαι
σιδηρόπληκτος
View word page
σιδηρεύς
σιδηρεύςέωςm iron-workerX.

ShortDef

a worker in iron, a smith

Debugging

Headword:
σιδηρεύς
Headword (normalized):
σιδηρεύς
Headword (normalized/stripped):
σιδηρευς
IDX:
36445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36446
Key:
σιδηρεύς

Data

{'headword_display': '<b>σιδηρεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σιδηρεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>iron-worker</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σιδηρεύς'}