Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σηπίᾱ
σηπιοπουλυπόδεια
σήπω
σῆραγξ
σηρᾱφόρος
Σηρήν
σήριος
σηροκτόνος
σῆς
σησαμῆ
σησάμινος
σήσαμον
σηστέρτιον
Σηστός
σθεναρός
σθένος
σθένω
σιᾱ́
σιᾱγών
σίαλον
σίαλος
View word page
σησάμινος
σησάμινοςη ονadj of oilmade from sesamesesameX.

ShortDef

made of sesame

Debugging

Headword:
σησάμινος
Headword (normalized):
σησάμινος
Headword (normalized/stripped):
σησαμινος
IDX:
36403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36404
Key:
σησάμινος

Data

{'headword_display': '<b>σησάμινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σησάμινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of oil</Indic><Def>made from sesame</Def><Tr>sesame</Tr><Au>X.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'σησάμινος'}