Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σημεῖον
σημειόομαι
σημειοφόρος
σημερινός
σήμερον
σημήιον
σηπεδών
σηπίᾱ
σηπιοπουλυπόδεια
σήπω
σῆραγξ
σηρᾱφόρος
Σηρήν
σήριος
σηροκτόνος
σῆς
σησαμῆ
σησάμινος
σήσαμον
σηστέρτιον
Σηστός
View word page
σῆραγξ
σῆραγξαγγοςfreltd.σεσηρώς hollowed rock, caveE. Pl. Theoc. pl.cavities, poresin the lungsPl.

ShortDef

a hollow rock, cave

Debugging

Headword:
σῆραγξ
Headword (normalized):
σῆραγξ
Headword (normalized/stripped):
σηραγξ
IDX:
36396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36397
Key:
σῆραγξ

Data

{'headword_display': '<b>σῆραγξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σῆραγξ</HL><Infl>αγγος</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>σεσηρώς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>hollowed rock, cave</Tr><Au>E. Pl. Theoc.</Au></nS1> <nS1><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>cavities, pores<Expl>in the lungs</Expl></Def><Au>Pl.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'σῆραγξ'}