Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σημασίᾱ
σηματουργός
σημείᾱ
σημειογράφος
σημεῖον
σημειόομαι
σημειοφόρος
σημερινός
σήμερον
σημήιον
σηπεδών
σηπίᾱ
σηπιοπουλυπόδεια
σήπω
σῆραγξ
σηρᾱφόρος
Σηρήν
σήριος
σηροκτόνος
σῆς
σησαμῆ
View word page
σηπεδών
σηπεδώνόνοςfσήπω decay, rotting, putrefactionPl. Plb. Plu.

ShortDef

rottenness, putrefaction

Debugging

Headword:
σηπεδών
Headword (normalized):
σηπεδών
Headword (normalized/stripped):
σηπεδων
IDX:
36392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36393
Key:
σηπεδών

Data

{'headword_display': '<b>σηπεδών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σηπεδών</HL><Infl>όνος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σήπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>decay, rotting, putrefaction</Tr><Au>Pl. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σηπεδών'}