Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σημαντήριον
σημαντικός
σήμαντρον
σημάντωρ
σημασίᾱ
σηματουργός
σημείᾱ
σημειογράφος
σημεῖον
σημειόομαι
σημειοφόρος
σημερινός
σήμερον
σημήιον
σηπεδών
σηπίᾱ
σηπιοπουλυπόδεια
σήπω
σῆραγξ
σηρᾱφόρος
Σηρήν
View word page
σημειο-φόρος
σημειοφόροςalsoσημαιοφόροςσημαιᾱφόροςουmφέρω standard-bearerPlb. Plu.

ShortDef

standard-bearer

Debugging

Headword:
σημειοφόρος
Headword (normalized):
σημειοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σημειοφορος
IDX:
36388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36389
Key:
σημειοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>σημειο-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σημειο<hyph/>φόρος<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>σημαιοφόρος<or/>σημαιᾱφόρος</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>standard-bearer</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σημειοφόρος'}