Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήρ
σημαντήριον
σημαντικός
σήμαντρον
σημάντωρ
σημασίᾱ
σηματουργός
σημείᾱ
σημειογράφος
σημεῖον
σημειόομαι
σημειοφόρος
σημερινός
σήμερον
σημήιον
σηπεδών
σηπίᾱ
σηπιοπουλυπόδεια
σήπω
View word page
σημειο-γράφος
σημειογράφοςουmσημεῖονγράφω one who writes with symbolsshorthand writer Plu.

ShortDef

a shorthand writer

Debugging

Headword:
σημειογράφος
Headword (normalized):
σημειογράφος
Headword (normalized/stripped):
σημειογραφος
IDX:
36385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36386
Key:
σημειογράφος

Data

{'headword_display': '<b>σημειο-γράφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σημειο<hyph/>γράφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σημεῖον</Ref><Ref>γράφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who writes with symbols</Def><Tr>shorthand writer </Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σημειογράφος'}