Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σημαιᾱφόρος
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήρ
σημαντήριον
σημαντικός
σήμαντρον
σημάντωρ
σημασίᾱ
σηματουργός
σημείᾱ
σημειογράφος
σημεῖον
σημειόομαι
σημειοφόρος
σημερινός
σήμερον
σημήιον
σηπεδών
σηπίᾱ
σηπιοπουλυπόδεια
View word page
σημείᾱ
σημείᾱalsoσημαίᾱᾱςf military standardPlb. Plu.in the Roman armycompany of soldiers belonging to the same standardmaniplePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σημείᾱ
Headword (normalized):
σημείᾱ
Headword (normalized/stripped):
σημεια
IDX:
36384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36385
Key:
σημείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σημείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σημείᾱ<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>σημαίᾱ</FmHL></VL></HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>military standard</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1><nS1><Indic>in the Roman army</Indic><Def>company of soldiers belonging to the same standard</Def><Tr>maniple</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σημείᾱ'}