Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σημαίᾱ
σημαιᾱφόρος
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήρ
σημαντήριον
σημαντικός
σήμαντρον
σημάντωρ
σημασίᾱ
σηματουργός
σημείᾱ
σημειογράφος
σημεῖον
σημειόομαι
σημειοφόρος
σημερινός
σήμερον
σημήιον
σηπεδών
σηπίᾱ
View word page
σηματουργός
σηματουργόςοῦmἔργον maker of devicesfor shieldsemblazonerA.

ShortDef

one who makes devices for shields

Debugging

Headword:
σηματουργός
Headword (normalized):
σηματουργός
Headword (normalized/stripped):
σηματουργος
IDX:
36383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36384
Key:
σηματουργός

Data

{'headword_display': '<b>σηματουργός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σηματουργός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>maker of devices<Expl>for shields</Expl></Def><Tr>emblazoner</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σηματουργός'}