Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σηκοκόρος
σηκός
σήκωμα
σήκωμα
σῆμα
σημαίᾱ
σημαιᾱφόρος
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήρ
σημαντήριον
σημαντικός
σήμαντρον
σημάντωρ
σημασίᾱ
σηματουργός
σημείᾱ
σημειογράφος
σημεῖον
σημειόομαι
σημειοφόρος
View word page
σημαντήριον
σημαντήριονουnσήμαντρον sealas a mark of securityA.

ShortDef

a mark

Debugging

Headword:
σημαντήριον
Headword (normalized):
σημαντήριον
Headword (normalized/stripped):
σημαντηριον
IDX:
36378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36379
Key:
σημαντήριον

Data

{'headword_display': '<b>σημαντήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σημαντήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>σήμαντρον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>seal<Expl>as a mark of security</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σημαντήριον'}