Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σηκάζομαι
σηκίς
σηκοκόρος
σηκός
σήκωμα
σήκωμα
σῆμα
σημαίᾱ
σημαιᾱφόρος
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήρ
σημαντήριον
σημαντικός
σήμαντρον
σημάντωρ
σημασίᾱ
σηματουργός
σημείᾱ
σημειογράφος
σημεῖον
View word page
σημαιοφόρος
σημαιοφόροςmseeσημειοφόρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σημαιοφόρος
Headword (normalized):
σημαιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σημαιοφορος
IDX:
36376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36377
Key:
σημαιοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>σημαιοφόρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σημαιοφόρος</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>σημειοφόρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σημαιοφόρος'}