Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σεσωπᾱμένος
σεσωφρονισμένως
σέτω
σεῦ
σεῦτλον
σεύω
σεφθείς
σεωυτόν
σηκάζομαι
σηκίς
σηκοκόρος
σηκός
σήκωμα
σήκωμα
σῆμα
σημαίᾱ
σημαιᾱφόρος
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήρ
σημαντήριον
View word page
σηκο-κόρος
σηκοκόροςουmκορέω1 sweeper of pensOd.

ShortDef

cleaning a byre

Debugging

Headword:
σηκοκόρος
Headword (normalized):
σηκοκόρος
Headword (normalized/stripped):
σηκοκορος
IDX:
36368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36369
Key:
σηκοκόρος

Data

{'headword_display': '<b>σηκο-κόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σηκο<hyph/>κόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κορέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sweeper of pens</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σηκοκόρος'}