Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σεσοφισμένος
σεσωπᾱμένος
σεσωφρονισμένως
σέτω
σεῦ
σεῦτλον
σεύω
σεφθείς
σεωυτόν
σηκάζομαι
σηκίς
σηκοκόρος
σηκός
σήκωμα
σήκωμα
σῆμα
σημαίᾱ
σημαιᾱφόρος
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαντήρ
View word page
σηκίς
σηκίςίδοςf female slave born in the householdslave-girlAr.

ShortDef

a housekeeper, porteress

Debugging

Headword:
σηκίς
Headword (normalized):
σηκίς
Headword (normalized/stripped):
σηκις
IDX:
36367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36368
Key:
σηκίς

Data

{'headword_display': '<b>σηκίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σηκίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>female slave born in the household</Def><Tr>slave-girl</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σηκίς'}